- κραναήπεδος
- κραναήπεδος, -ον (Α)αυτός που έχει έδαφος τραχύ και πετρώδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανα-ός «πετρώδης» + συνδετικό φωνήεν -η- (πρβλ. στεφαν-ηφόρος) + -πεδος (< -πέδον), πρβλ. ακρή-πεδος, επί-πεδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κραναήπεδος — with hard rocky soil masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)